- ξύνεσις
- σύν-εσις, ξύνεσις (ἵημι): conflux, Od. 10.515†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ξύνεσις — ξύνεσις, ἡ (Α) βλ. σύνεσις … Dictionary of Greek
ξύνεσις — σύνεσις uniting fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek